- θάλικτρο
- (Τhalictrum). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βατραχοειδών. Συναντάται στις εύκρατες ζώνες του βόρειου ημισφαίριου. Περιλαμβάνει 120 είδη πολυετών ποωδών φυτών με διαδοχικά, διακεκομμένα, πετροειδή φύλλα και απλά άνθη με τετράφυλλο, συνήθως, περιάνθιο. Στην Ελλάδα υπάρχουν 5 είδη, το θ. το ακουιλεγιόφυλλο, στις ορεινές περιοχές της κεντρικής Ελλάδας και της Λακωνίας, το θ. το ανατολικό, στη νότια Πελοπόννησο, το θ. το λάμπον, στις υγρές περιοχές της κεντρικής και δυτικής Ελλάδας, το θ. το απλό, στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, και το θ. το ολύμπιο, φυτό που συναντάται στα ψηλά βουνά της κεντρικής Ελλάδας, όπως ο Όλυμπος, ο Παρνασσός, η Πίνδος κ.ά. Τα δύο τελευταία είδη και ορισμένα άλλα χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά φυτά.
Άνθη του είδους θάλικτρο το ακουιλεγιόφυλλο, που συναντάται στις ορεινές περιοχές της κεντρικής Ελλάδας και της Λακωνίας.
Dictionary of Greek. 2013.